Τίρναβος — ο κωμόπολη στη Θεσσαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούγκας, Στέφανος — (Τίρναβος, Θεσσαλία 1760; – Μολδαβία 1830).Λόγιος, κληρικός και καθηγητής των φυσικών επιστημών. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο δάσκαλο του χωριού του, Ιωάννη Πέζαρο. Αργότερα σπούδασε φυσική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας.… … Dictionary of Greek
Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… … Dictionary of Greek
Τυρναβίτης, Αλέξανδρος — (Τίρναβος 1711 – Βουκουρέστι 1761). Δάσκαλος του Γένους. Γιος ιερέα, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία κοντά στους Ιωαννίτες δασκάλους και στον Μακάριο τον Πάτμιο· στο διάστημα 1740 55 δίδαξε στη σχολή που είχε ιδρύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο… … Dictionary of Greek
Tyrnavos — or Tirnavos (Greek: Τύρναβος, or Τίρναβος with the i or the y accented) is a municipality in the Larissa Prefecture, of the Thessaly region of Greece. Its population was 16,900 (2001). Tyrnavos is the prefecture s second largest community and… … Wikipedia
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Πέζαρος — Επώνυμο 2 Θεσσαλών λογίων. 1. Αλέξανδρος (1797 – 1868). Γιος του προηγούμενου. Το 1817 πήγε στη Σμύρνη, όπου και τελείωσε το εκεί γυμνάσιο. Ύστερα από πρόσκληση της ελληνικής Κοινότητας του Ταϊγανιού (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας, πήγε εκεί ως δάσκαλος … Dictionary of Greek
Τύρναβος — ο βλ. Τίρναβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)